- φαραωνικός
- η , ό[ν] ист. фараонов, относящийся к фараону
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
φαραωνικός — φαραωνικός, ή, ό και φαραωτικός, ή, ό αυτός που αναφέρεται στους Φαραώ (βλ. λ.): Η φαραωνική εποχή της Αιγύπτου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φαραωνικός — ή, ό, Ν αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους φαραώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < φαραώ (Ι). Η λ. μαρτυρείται από το 1867 στον Δ. Ν. Βερναρδάκη] … Dictionary of Greek